- προσκατεργάζομαι
- προσκατεργάζομαιaccomplish besidespres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσκατεργάζομαι — Α 1. επιτελώ, κατορθώνω επί πλέον 2. κερδίζω με την εργασία μου 3. φονεύω, αφανίζω επί πλέον … Dictionary of Greek
προσκατεργάσαιτο — προσκατεργάζομαι accomplish besides aor opt mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσκατεργάσασθαι — προσκατεργάζομαι accomplish besides aor inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσκατεργάσεσθαι — προσκατεργάζομαι accomplish besides fut inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσκατεργάσηται — προσκατεργάζομαι accomplish besides aor subj mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)